- συμπεριφθείρομαι
- Α [περιφθείρομαι]διαφθείρομαι κατά την συναναστροφή μου με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπεριεφθείρετο — συμπερϊεφθείρετο , συμπεριφθείρομαι go about with imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριεφθείρου — συμπερϊεφθείρου , συμπεριφθείρομαι go about with imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)